-
1 ὕψι
ὕψι, adv., hoch, sowohl in der Höhe, als in die Höhe; ὕψι ἀναϑρώσκων Il. 13, 140; ὕψι βιβάντα 371; Ζεὺς ἥμενος ὕψι κέλευεν 20, 155; auf hohem Meere, 14, 77. – Compar. ὑψίων, ὑψίτερος, superl. ὕψιστος s. besonders.
См. также в других словарях:
ύψι — Α επίρρ. (επικ. τ.) σε ύψος, ψηλά («Ζεὺς ἥμενος ὕψι κέλευεν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. ὕψι ανάγεται στο θ. ὑπ (IE *up) τών ὑπό*, ὑπέρ, ὕπ ατος*, και εμφανίζει δυσερμήνευτο συριστικό s (πρβλ. ἀπό: ἄψ, ὀψέ και τα λατ. sub: sustines) και επίθημα … Dictionary of Greek